Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Σωκράτης (10ο Μέρος)

Για να κατανοήσουμε περισσότερο την προσωπικότητα του Σωκράτη θα πρέπει να δούμε την καθημερινότητα εκείνης της εποχής, τις πολιτικές κατευθύνσεις και πεποιθήσεις των κατοίκων της πόλεως που έζησε όλη τη ζωή του. Ακόμα θα πρέπει να μελετήσουμε την οικογένεια και τους χώρους που εργαζόταν οι αρχαίοι εκείνοι άνθρωποι και πως περνούσαν την ελεύθερη ώρα τους. Θα προσπαθήσω όσο γίνετε πιο αντικειμενικά να φέρω τις υπαρκτές απεικονίσεις και μαζί να ξεδιπλώσουμε μια εποχή μακρινή μας, αλλά πάρα πολλή γνώριμη. Είναι σημαντικό να μελετήσουμε γιατί ο Αριστοφάνης και γενικότερα η πνευματική ελίτ ήθελαν τον Σωκράτη περιθωριακό “κράχτη” διανοούμενο και όχι ισότιμο μέλος της φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής Αθήνας. Τους ενοχλούσαν φανερά, πρώτον οι ριζοσπαστικές ιδέες του φιλοσόφου για την κοινωνία. Απόδειξη η θερμή σχέση που είχε με την «εταίρα» Ασπασία.
Το δεύτερο αίτιο ήταν καθαρά ιδεολογικό. Ο Αριστοφάνης ανήκε στη “διεθνιστική” Δημοκρατική ελίτ που ήθελε εσωστρέφεια και ειρηνιστική λήθη με τους Πέρσες. Αντίθετα ο Σωκράτης ήθελε τη συμμαχία Αθήνας-Σπάρτης για την εξόντωση της περσικής απειλής. Ο φιλόσοφος, ως εκπρόσωπος του εθνικισμού των εμποροβιοτεχνών, ήξερε ότι οι Φοίνικες θα χρησιμοποιούσαν την υποδομή της περσικής αυτοκρατορίας για να τσακίσουν το ελληνικό εμπόριο και να καθυποτάξουν το ανερχόμενο ελληνικό πολιτιστικό ρεύμα.

Γνωρίζουμε σαφώς τα πολιτεύματα που ήταν, Αριστοκρατία-Ολιγαρχία- Τυραννία-Δημοκρατία. Όμως παρ’ όλα αυτά, ήταν μια κοινωνία μόνο ανδρών και που με τα τελευταία στοιχεία του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αμερικής στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, θα διαπιστώσουμε σοκαρίστηκα, ότι υπήρξε μια επιπλέων και διαφορετική οικονομική ζωή των αρχαίων Ελλήνων αλλάζοντας μερικός την ιδέα που είχαμε για τα συμπόσια. Εκείνο που δεν μπορεί και δεν υπάρχουν αποδείξεις για να αλλάξει είναι: οι φιλοσοφικές συζητήσεις των ανθρώπων που έχουν καταγραφεί. (Εδώ πρέπει να δηλώσω πως δεν υιοθετώ απαραίτητα τις μελέτες των Κ. Μπλέϊζεμπι, Α. Γκλέϊζεν και Λ. Φοξχολ, τις παραθέτω όμως διότι είναι μια ήδη κατοχυρωμένη άποψη της παγκόσμιας αρχαιολογικής κοινότητας.)

«Η αρχαιολόγος Κλερ Κέλι Μπλέιζεμπι από το Λιντς της Μεγάλης Βρετανίας έπειτα από μελέτη ευρημάτων, που χρονολογούνται από το 475 έως το 323 π.Χ., θεωρεί πως τα σπίτια των αρχαίων Ελλήνων στέγαζαν όχι μόνο τις οικιακές δραστηριότητες της εκάστοτε οικογένειας, αλλά συχνά λειτουργούσαν και ως κάβες πώλησης κρασιού ή και ταβέρνες για επιτόπια κατανάλωση.
Η Βρετάνη αρχαιολόγος, όπως αναφέρει το επιστημονικό περιοδικό “Νιου Σάιεντιστ”, (
new scientist), προβληματίστηκε από το γεγονός ότι, ενώ πολλά από τα έργα των αρχαίων συγγραφέων αναφέρουν γενναίες ομαδικές κρασοκατανύξεις, οι αρχαιολόγοι δεν είχαν εντοπίσει ποτέ ίχνη από αρχαίες ταβέρνες. Αντιθέτως πολλά είναι τα ποτήρια και τα κύπελλα που ανέσυραν από τις ανασκαφές σε οικίες. Τόσα πολλά, όπως λέει, ώστε να μην είναι δυνατόν να προορίζονταν μόνο για χρήση από τους ενοίκους του κάθε σπιτιού. Άρα, σημειώνει, ήταν απαραίτητα για τους πελάτες που επισκέπτονταν τα σπίτια. Όμως μία άλλη αρχαιολόγος, η καναδή Άλισον Γκλέιζεν, στην ίδια συνεδρίαση θα σοκάρει ακόμη περισσότερο. Αυτή πιστεύει ότι πολλά σπίτια ήταν παράλληλα και χαμαιτυπεία! Ισχυρισμό που στηρίζει στα ευρήματα ερωτικών παραστάσεων, ιδιότυπων αντικειμένων και σκευών που βρίσκουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές. Το τελικό συμπέρασμα των… ειδικών είναι ότι απλά αλλάζει η εικόνα που είχαν για τις οικονομικές δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων. Ή, όπως λέει η επίσης αρχαιολόγος Λιν Φόξχολ, οι ανακοινώσεις δείχνουν την πολλαπλότητα των δραστηριοτήτων στις οποίες επιδίδονταν όσοι κατοικούσαν στα κτίρια των μεγάλων αστικών κέντρων της αρχαίας Ελλάδας.»

Τα οικήματα που διέμεναν οι Αθηναίοι (οικίες), είχαν τα ονόματα των ανδρών, όπως σπίτι του Πλάτωνα, του Θεμιστοκλή κ.τ.λ. Σε μεγάλη κλίμακα των περισσοτέρων αστών, ήταν σπίτια απλά και μονόστεγα που διαμοιράζονταν σε τρία μέρη, τον ανδρωνίτη που έβλεπε προς τον δρόμο, τον γυναικωνίτη που βρισκόταν πίσω και το θυρωρείο ή θυρώνα που ήταν το σπίτι του δούλου θυρωρού και οι στάβλοι. Από τον θυρώνα έμπαιναν στην σκεπαστή αυλή του ανδρωνίτη, και που στις περισσότερες τούτες αυλές συναντούσαμε τον βωμό για τους Εφεστίους θεούς. Εδώ στην αυλή του ανδρωνίτη είναι τα ανάκλιντρα που γινόντουσαν οι εστιάσεις των ανδρών, δηλαδή τα συμπόσια. Στο τέλος της αυλής υπήρχε η μέσαυλος λεγόμενη πόρτα που οδηγούσε στην αποκομμένη με ψηλούς τοίχους αυλή του γυναικωνίτη όπου ζούσαν και εργάζονταν τα γυναικόπαιδα και οι δούλες.

Ας ξεκινήσουμε να κατατάξουμε την ανθρώπινη εικόνα με την γυναίκα της εποχής εκείνης.

Από ηθική, κοινωνική και νομική άποψη η γυναίκα τον πέμπτο αιώνα π.Χ., θεωρούταν και ήταν υποδεέστερη του ανδρός, αλλά και κτήμα του (ζούσε υπό την συνεχόμενη κηδεμονία κάποιου), από την στιγμή της γέννησής της ως και το θάνατό της. Σε όλη δηλαδή την διάρκεια της ζωή της βρίσκονταν υπό επιτροπεία, την οποία ονόμαζαν «κυριεία», ενώ τον επίτροπό της «κύριο». Με τον γάμο της η γυναίκα απλώς άλλαζε κηδεμόνα. Από την επιτροπεία του πατέρα της ή του μεγαλύτερου αδελφού της ερχόταν στην επιτροπεία του συζύγου της. Ακόμη και μετά το θάνατό του δεν υπάρχει περίπτωση να βρει την αυτεξουσιότητάς της. Ο μεγαλύτερός της γιός γίνεται κηδεμόνας της. Και αν δεν υπήρχε γιός τότε αναλάμβανε ένας από τους πλησιέστερους άρρενες συγγενείς της. Τις άδικες τούτες αντιλήψεις για την γυναίκα, δικαιολογούσαν οι αρχαίοι καθώς επικαλούνταν τηνφυσική, πνευματική, και ηθική γυναικεία αδυναμία, η οποία εξασθενίζει την θέληση των γυναικών και τις καθιστούσε εύκολη λεία των επιτήδειων. Χαρακτηριστική είναι η επί τους θέματος αντίληψη του Αριστοτέλη:

«Ὁ μὲν γὰρ δοῦλος οὐκ ἔχει τὸ βουλευτικόν, τὸ δὲ θῆλυ ἔχει μέν, ἀλλ’ ἄκυρον, ὁ δὲ παῖς ἔχει μὲν ἀλλ’ ἀτελές»

Βάση του νομικού πλαισίου υπήρχε η τάξη των γυναικονόμων (κάτι ανάλογο θα λέγαμε σήμερα με την αστυνομία)

Οι γυναικονόμοι στην αρχαία Αθήνα ήταν οι άρχοντες (άγνωστο πόσοι), οι οποίοι είχαν έργον τους την εποπτεία των ηθών των γυναικών. Όπως είναι άγνωστος ο αριθμός αυτών, έτσι είναι άγνωστος και ο χρόνος κατά τον όποιον εισήχθηκε η αρχή αυτή στην Αθήνα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτή είχε εισαχθεί από τα χρόνια του Σόλωνα, άλλ’ ότι συν τω χρόνω από εξ αρχής περιορισμένης στην επίβλεψη μόνον των ηθών των γυναικών επεκτάθηκε και στην επίβλεψη των ηθών των ανδρών, καταστώντας μια αστυνομική αρχή της Αθήνας, και ότι επί Δημήτριου του Φαληρέα κατέστη πάλι αρχή ανεξάρτητη. Άλλοι δε, αφού δεν γίνεται μνεία αυτής στο «Άθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη, υποστηρίζουν ότι οι γυναικονόμοι καταστάθηκαν από τον Δημήτριο τον Φαληρέα.

(«Οι γυναικονόμοι συνέπρατταν μετά των αρεοπαγιτών, όντες οιονεί υπάλληλος αρχή αυτών, φρόντιζαν να τηρείται, ιδιωτική (!) και δημοσία, ευσχημοσύνη και ευκοσμία, επέβαλλαν δε την ποινή του προστίμου στις άκοσμες και ανέγραφαν τα ονόματα αυτών μετά της επιβληθείσης ποινής σε πινακίδα την οποία εκθέτανε σε κάποιον πλάτανο στο Κεραμεικό.

Επέβαλλαν πρόστιμο σε αυτούς που εκδήλωναν υπέρμετρα την θλίψη τους και που θρηνούσαν γοερώς για δικής τους ή άλλη συμφορά και στις γυναίκες που έφεραν ιματισμό απαγορευμένο δια νόμου. Γενικά κόλαζαν κάθε ακολασία και ακοσμία. Εκτός των Αθηνών μνημονεύονται γυναικονόμοι και στις Συρακούσες και στην Σάμο, και στην Γαμβρεία της Μ. Ασίας, και στην Ανδάνια της Μεσσηνίας, όπου επιμελούνταν και των πομπών, και στην Χαιρώνεια της Βοιωτίας κατά τόν Πλούταρχο.»

Πηγή: Γ.Δ. Καψάλης, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Η, σελίδα 781)

Συνεχίζετε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου